κῶας — fleece neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κῴας — Κῴ̱ᾱς , Κῷος of fem acc pl Κῴ̱ᾱς , Κῷος of fem gen sg (doric aeolic) Κῴᾱς , Κῷος of fem acc pl Κῴᾱς , Κῷος of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώας — Κώᾱς , Κώης masc acc pl Κώᾱς , Κώης masc nom sg (epic doric aeolic) Κώᾱς , Κῶος caves fem acc pl Κώᾱς , Κῶος caves fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώεα — κῶας fleece neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώεσι — κῶας fleece neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώεσιν — κῶας fleece neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρας — το (AM δέρας, Α και δέρος) φρ. δέρας ή «χρυσόμαλλον δέρας» το δέρμα τού μυθικού αρνιού με τις χρυσές τρίχες που μετέφερε τον Φρίξο και την Έλλη στην Κολχίδα αρχ. δέρμα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ένσιγμο ουσιαστικό δέρος (το) προέρχεται από το δέρω,… … Dictionary of Greek
κωδάς — κωδᾱς, ᾱτος, ὁ (Α) [κώας] αυτός που πουλά δέρματα, δερματοπώλης … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
κώδιον — κώδιον, τὸ (ΑM, Α και κῴδιον) δέρμα προβάτου, προβιά αρχ. 1. το χρυσόμαλλο δέρας 2. φρ. «Δῑον κῴδιον» δέρμα κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῴδιον < θ. κω τού κῶας + κατάλ. ίδιον, τής οποίας το ι… … Dictionary of Greek